νομοτελεστικός

νομοτελεστικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εκτέλεση νόμου: Νομοτελεστικό διάταγμα.
2. το ουδ. ως ουσ., νομοτελεστικό η εκτελεστική εξουσία στα κυβερνητικά σχήματα των χρόνων της επανάστασης του 1821.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νομοτελεστικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εφαρμογή νόμου («νομοτελεστικό διάταγμα») 2. (το ουδ. ως κύριο όν.) το Νομοτελεστικό(ν) η προσωρινή διοίκηση τών Ελλήνων, η εκτελεστική εξουσία που συγκροτήθηκε με απόφαση τής Εθνοσυνέλευσης τής… …   Dictionary of Greek

  • νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”